σούγλιασμα

σούγλιασμα
το, Ν
βλ. σούβλισμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σούβλισμα — και σούγλιασμα, το, Ν [σουβλίζω / σουγλίζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σουβλίζω, πέρασμα στη σούβλα («το σούβλισμα τού αρνιού») 2. (σχετικά με άνθρωπο) ανασκολοπισμός, παλούκωμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”